πω

πω
και ιων. τ. κω Α
(εγκλιτ. μόριο)
1. μέχρι τώρα, ακόμη («μὴ δή πω... λυώμεθα... ἵππους», Ομ. Ιλ.)
2. (με άρνηση) καθόλου, με κανέναν τρόπο
3. κάπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μόριο πω έχει σχηματιστεί από το θ. τών αόρ. επιρρ. και αντωνυμιών πο- και απαντά συχνότερα συνθ. με τα αρνητικά: οὔ-πω, μή-πω, πώ-ποτε (βλ. λ. πο-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”